κόπρος

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈko.pɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόπρος

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόπρος οι κόπροι
      γενική της κόπρου των κόπρων
    αιτιατική την κόπρο τις κόπρους
     κλητική κόπρε
(κόπρο)
κόπροι
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κόπρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόπρος. Δείτε και την αρχαία κοπρία και το κόπρανο.

Ουσιαστικό

κόπρος θηλυκό

  1. (περιληπτικό) τα κόπρανα, η βρομιά
  2. (μεταφορικά) βρόμικη ενέργεια ή υπόθεση

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόπρος οι κόπροι
      γενική του κόπρου των κόπρων
    αιτιατική τον κόπρο τους κόπρους
     κλητική κόπρε κόπροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κόπρος < κοπρίτης  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κόπρος αρσενικό

  1. αδέσποτο σκυλί, κοπριτόσκυλο, κοπρίτης
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) τεμπέλης

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κόπρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόπρος (θηλυκό) και με αλλαγή στο γένος (σε ουδέτερο)

Ουσιαστικό

κόπρος θηλυκό

Ουσιαστικό

κόπρος ουδέτερο (πληθυντικός: τὰ κόπρη

Συγγενικά

  • κοπρο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα κοπρο- στο Βικιλεξικό όπως κοπροαναθρεμμένος, κοπρώνυμος

και

  • ἀκόπριστα (επίρρημα)
  • ἄκοπρος
  • ἀχυρόκοπρος
  • κόπρανον
  • κοπρευτής
  • κοπρεύω
  • κοπρεών
  • κοπρηρός
  • κοπρία
  • κοπρίζω
  • κοπριλίδα
  • κόπρινος
  • κόπριον
  • κοπρισιά
  • κόπρisma
  • Κοπρῖται
  • κοπρίτης
  • κόπρον
  • κοπρόω
  • κοπρών
  • κοπρωτής

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόπρος αἱ κόπροι
      γενική τῆς κόπρου τῶν κόπρων
      δοτική τῇ κόπρ ταῖς κόπροις
    αιτιατική τὴν κόπρον τὰς κόπρους
     κλητική ! κόπρε κόπροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόπρω
γεν-δοτ τοῖν  κόπροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόπρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kekʷō-

Ουσιαστικό

κόπρος θηλυκό

  1. τα περιττώματα των ανθρώπων ή των ζώων
  2. κοπριά
  3. ακαθαρσία, ρύπος
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων πολιτεία 50.2@perseus.tufts.edu
    καὶ ὅπως τῶν κοπρολόγων μηδεὶς ἐντὸς ι σταδίων τοῦ τείχους καταβαλεῖ κόπρον ἐπιμελοῦνται
    και επιβλέπουν ώστε κανένας από τους οδοκαθαριστές να μη βάζει τις ακαθαρσίες [σε απόσταση] δέκα σταδίων από το τείχος.

Παράγωγα

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.