κοπροφάγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοπροφάγος | η | κοπροφάγα & κοπροφάγος |
το | κοπροφάγο |
| γενική | του | κοπροφάγου | της | κοπροφάγας & κοπροφάγου |
του | κοπροφάγου |
| αιτιατική | τον | κοπροφάγο | την | κοπροφάγα & κοπροφάγο |
το | κοπροφάγο |
| κλητική | κοπροφάγε | κοπροφάγα & κοπροφάγε |
κοπροφάγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοπροφάγοι | οι | κοπροφάγες & κοπροφάγοι |
τα | κοπροφάγα |
| γενική | των | κοπροφάγων | των | κοπροφάγων | των | κοπροφάγων |
| αιτιατική | τους | κοπροφάγους | τις | κοπροφάγες & κοπροφάγους |
τα | κοπροφάγα |
| κλητική | κοπροφάγοι | κοπροφάγες & κοπροφάγοι |
κοπροφάγα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοπροφάγος < ελληνιστική κοινή κοπροφάγος < αρχαία ελληνική κόπρος + τρώγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.