κοπριτόσκυλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοπριτόσκυλο τα κοπριτόσκυλα
      γενική του κοπριτόσκυλου των κοπριτόσκυλων
    αιτιατική το κοπριτόσκυλο τα κοπριτόσκυλα
     κλητική κοπριτόσκυλο κοπριτόσκυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοπριτόσκυλο < κοπρίτ(ης) + -ό- + -σκυλο

Ουσιαστικό

κοπριτόσκυλο αρσενικό

  • (σπάνιο, ανεπίσημο, υβριστικό) σκύλος του δρόμου
      Ρε αρχιλαμόγια, ρε καραγκιόζηδες, πάλι αναβολή στα ειδικά δικαιώματα; Μα δεν έχετε ίχνος ντροπής ρε κοπριτόσκυλα του κερατά; (από υβρεολόγιο σε σχόλιο ανωνύμου σε είδηση του agronews.gr, 9/5/2022 )
      Χαρακτήρισε «κοπριτόσκυλα» εργαζόμενους στην ΕΡΤ αν και τόνισε ότι «ανάμεσα στους εργαζόμενους υπήρξαν και τίμιοι οικογενειάρχες». (Για τη σύσταση Εξεταστικής για την ΕΡΤ αποφασίζει η Βουλή, 18/7/2013, tvxs.gr )

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.