κοπροσκυλιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοπροσκυλιάζω < κοπρόσκυλ(ο) + -ιάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.pɾo.sciˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοπροσκυλιάζω

Ρήμα

κοπροσκυλιάζω, αόρ.: κοπροσκύλιασα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.