κοπροσκυλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοπροσκυλιάζω < κοπρόσκυλ(ο) + -ιάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.pɾo.sciˈʎa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐προ‐σκυ‐λιά‐ζω
Ρήμα
κοπροσκυλιάζω, αόρ.: κοπροσκύλιασα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κοπρόσκυλο, κόπρος και σκύλος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κοπροσκυλιάζω | κοπροσκύλιαζα | θα κοπροσκυλιάζω | να κοπροσκυλιάζω | κοπροσκυλιάζοντας | |
| β' ενικ. | κοπροσκυλιάζεις | κοπροσκύλιαζες | θα κοπροσκυλιάζεις | να κοπροσκυλιάζεις | κοπροσκύλιαζε | |
| γ' ενικ. | κοπροσκυλιάζει | κοπροσκύλιαζε | θα κοπροσκυλιάζει | να κοπροσκυλιάζει | ||
| α' πληθ. | κοπροσκυλιάζουμε | κοπροσκυλιάζαμε | θα κοπροσκυλιάζουμε | να κοπροσκυλιάζουμε | ||
| β' πληθ. | κοπροσκυλιάζετε | κοπροσκυλιάζατε | θα κοπροσκυλιάζετε | να κοπροσκυλιάζετε | κοπροσκυλιάζετε | |
| γ' πληθ. | κοπροσκυλιάζουν(ε) | κοπροσκύλιαζαν κοπροσκυλιάζαν(ε) |
θα κοπροσκυλιάζουν(ε) | να κοπροσκυλιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κοπροσκύλιασα | θα κοπροσκυλιάσω | να κοπροσκυλιάσω | κοπροσκυλιάσει | ||
| β' ενικ. | κοπροσκύλιασες | θα κοπροσκυλιάσεις | να κοπροσκυλιάσεις | κοπροσκύλιασε | ||
| γ' ενικ. | κοπροσκύλιασε | θα κοπροσκυλιάσει | να κοπροσκυλιάσει | |||
| α' πληθ. | κοπροσκυλιάσαμε | θα κοπροσκυλιάσουμε | να κοπροσκυλιάσουμε | |||
| β' πληθ. | κοπροσκυλιάσατε | θα κοπροσκυλιάσετε | να κοπροσκυλιάσετε | κοπροσκυλιάστε | ||
| γ' πληθ. | κοπροσκύλιασαν κοπροσκυλιάσαν(ε) |
θα κοπροσκυλιάσουν(ε) | να κοπροσκυλιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κοπροσκυλιάσει | είχα κοπροσκυλιάσει | θα έχω κοπροσκυλιάσει | να έχω κοπροσκυλιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κοπροσκυλιάσει | είχες κοπροσκυλιάσει | θα έχεις κοπροσκυλιάσει | να έχεις κοπροσκυλιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κοπροσκυλιάσει | είχε κοπροσκυλιάσει | θα έχει κοπροσκυλιάσει | να έχει κοπροσκυλιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κοπροσκυλιάσει | είχαμε κοπροσκυλιάσει | θα έχουμε κοπροσκυλιάσει | να έχουμε κοπροσκυλιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κοπροσκυλιάσει | είχατε κοπροσκυλιάσει | θα έχετε κοπροσκυλιάσει | να έχετε κοπροσκυλιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κοπροσκυλιάσει | είχαν κοπροσκυλιάσει | θα έχουν κοπροσκυλιάσει | να έχουν κοπροσκυλιάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.