κοπρόχωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοπρόχωμα τα κοπροχώματα
      γενική του κοπροχώματος των κοπροχωμάτων
    αιτιατική το κοπρόχωμα τα κοπροχώματα
     κλητική κοπρόχωμα κοπροχώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοπρόχωμα < κόπρος + -ο- + χώμα

Ουσιαστικό

κοπρόχωμα ουδέτερο

  1. λίπασμα που δημιουργείται από χώμα που έχει αναμειχθεί με κοπριά
  2. ό,τι απομένει από την αποσύνθεση κοπριάς ή / και φυτικών καταλοίπων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.