σκυλί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκυλί | τα | σκυλιά |
| γενική | του | σκυλιού | των | σκυλιών |
| αιτιατική | το | σκυλί | τα | σκυλιά |
| κλητική | σκυλί | σκυλιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκυλί < μεσαιωνική ελληνική σκυλί < σκυλίον υποκοριστικό του σκύλος
Ουσιαστικό
σκυλί ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) ο σκύλος (→ βλέπε λέξη)
- (μεταφορικά) σκληροτράχηλος άνθρωπος που δείχνει μεγάλη αντοχή σε ταλαιπωρίες
- (μειωτικό) γυναίκα υπερβολικά άσχημη [1]
Εκφράσεις
- αγαρηνά σκυλιά: υβριστικός χαρακτηρισμός των μωαμεθανών από τους χριστιανούς κατά την Τουρκοκρατία
- γίνομαι σκυλί: θυμώνω πάρα πολύ
- σαν το σκυλί: ως επίταση για κάτι που κάνει κάποιος σε μαγάλο βαθμό, υπερβολικά
- δουλεύει σαν το σκυλί (δουλεύει ασταμάτητα κι αγόγγυστα)
- σαν το σκυλί στ' αμπέλι: για άνθρωπο που πέθανε ή τον σκότωσαν και τον παράτησαν νεκρό με τρόπο άσπλαχνο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σκυλί
|
→ δείτε τη λέξη σκύλος |
Αναφορές
- Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 26.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.