κοπροφαγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπροφαγία οι κοπροφαγίες
      γενική της κοπροφαγίας των κοπροφαγιών
    αιτιατική την κοπροφαγία τις κοπροφαγίες
     κλητική κοπροφαγία κοπροφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοπροφαγία < κοπροφάγος, μορφολογικά αναλύεται κόπρ(ων) + -ο- + -φαγία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κοπροφαγία θηλυκό

  1. η βρώση κοπράνων
    Μερικά είδη ζώων, κυρίως έντομα (σκαθάρια, μύγες, κατσαρίδες κ.λ.π.), αρέσκονται στην κοπροφαγία. Άλλα είδη (σκυλιά, κουνέλια, άλογα κ.α.) επιδίδονται σε αυτήν μόνο περιστασιακά.
  2. (ψυχιατρική) ψυχοπαθολογική κατάσταση κατά την οποία ο πάσχων επιδίδεται στη βρώση κοπράνων.
    Αρκετές φορές η κοπροφαγία μπορεί να αποτελεί ένα είδος σεξουαλικής διαστροφής.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.