κοπρολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κοπρολόγος οι κοπρολόγοι
      γενική του/της κοπρολόγου των κοπρολόγων
    αιτιατική τον/την κοπρολόγο τους/τις κοπρολόγους
     κλητική κοπρολόγε κοπρολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοπρολόγος < κοπρολογ(ία) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)[1] Μορφολογικά, κόπρ(ος) + -ο- + -λόγος. Διαφορετικό το αρχαίο κοπρολόγος.

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.pɾoˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοπρολόγος

Ουσιαστικό

κοπρολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (γενικότερα) βωμολόχος
  2. (ψυχιατρική) που έχει τη διαστροφή να εκστομίζει κοπρολογίες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοπρολόγος οἱ κοπρολόγοι
      γενική τοῦ κοπρολόγου τῶν κοπρολόγων
      δοτική τῷ κοπρολόγ τοῖς κοπρολόγοις
    αιτιατική τὸν κοπρολόγον τοὺς κοπρολόγους
     κλητική ! κοπρολόγε κοπρολόγοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοπρολόγω
γεν-δοτ τοῖν  κοπρολόγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοπρολόγος < κόπρ(ος) + -ο- + -λόγος

Ουσιαστικό

κοπρολόγος αρσενικό

  1. αυτός που μαζεύει κοπριές
  2. (επάγγελμα) οδοκαθαριστής, σκουπιδιάρης
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων πολιτεία 50.2@perseus.tufts.edu
    καὶ ὅπως τῶν κοπρολόγων μηδεὶς ἐντὸς ι σταδίων τοῦ τείχους καταβαλεῖ κόπρον ἐπιμελοῦνται
    και επιβλέπουν ώστε κανένας από τους οδοκαθαριστές να μην απορρίπτει τις ακαθαρσίες [σε απόσταση] δέκα σταδίων από το τείχος. (σημείωση: δηλαδή, τουλάχιστο σε απόσταση σημερινών 2 χιλιομέτρων περίπου)
  3. (συνεκδοχικά) βρομιάρης, ακάθαρτος, βρομερός άνθρωπος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.