κομίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κομίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κομίζω < κομέω &  δείτε τις λέξεις κάμνω και κάνω

Ρήμα

κομίζω, αόρ.: κόμισα, παθ.φωνή: κομίζομαι, π.αόρ.: κομίσθηκα

  1. (λόγιο) μεταφέρω, όπως στην έκφραση: κομίζω γλαύκα εις Αθήνας
  2. (λόγιο) προσφέρω
    Ποια καινούργια ιδέα κομίζει η διδακτορική του εργασία;

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

και δείτε τα συγγενικά τους σε -κομιδή, -κόμιση, -κομικός

  • -κομία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κομία στο Βικιλεξικό

και

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  κομίζω   κομίζομαι 
Παρατατικός  ἐκόμιζον   ἐκομιζόμην 
Μέλλοντας  κομίσω & κομιῶ   κομιοῦμαι & κομισθήσομαι 
Αόριστος  ἐκόμισα   ἐκομισάμην & ἐκομίσθην 
Παρακείμενος  κεκόμικα   κεκόμισμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐκεκομίκειν   ἐκεκομίσμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

κομίζω < κομῶ  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

κομίζω

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.