κομέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κομέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

κομέω

  • φροντίζω, περιθάλπω, περιποιούμαι ανθρώπους ή ζώα, παρέχοντας τροφή, ένδυση, κρεβάτι, πλύσιμο που απαντάται στην Ομήρου Οδύσσεια και αποτελεί βάση για δεύτερο συνθετικό πολλών λέξεων -κομείο, -κόμος, -κομία, -κομώ

Ομήρου Οδύσσεια 11.250: «χαῖρε, γύναι, φιλότητι: περιπλομένου δ᾽ ἐνιαυτοῦ τέξεις ἀγλαὰ τέκνα, ἐπεὶ οὐκ ἀποφώλιοι εὐναὶ ἀθανάτων: σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε.»

Ομήρου Οδύσσεια 17.310: «...: ἀγλαΐης δ᾽ ἕνεκεν κομέουσιν ἄνακτες.»

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.