προσκόμιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσκόμιση οι προσκομίσεις
      γενική της προσκόμισης* των προσκομίσεων
    αιτιατική την προσκόμιση τις προσκομίσεις
     κλητική προσκόμιση προσκομίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσκομίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσκόμιση < προσκομίζω + -ση

Ουσιαστικό

προσκόμιση θηλυκό

  1. η υποβολή ή επίδειξη εγγράφων, π.χ. δικαιολογητικών ή αποδεικτικών στοιχείων
    για την έκδοση αδείας απαιτείται η προσκόμιση του διπλώματος οδήγησης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.