προσκόμιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσκόμιση | οι | προσκομίσεις |
| γενική | της | προσκόμισης* | των | προσκομίσεων |
| αιτιατική | την | προσκόμιση | τις | προσκομίσεις |
| κλητική | προσκόμιση | προσκομίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσκομίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσκόμιση < προσκομίζω + -ση
Ουσιαστικό
προσκόμιση θηλυκό
Μεταφράσεις
προσκόμιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.