μετακομίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μετακομίζω < αρχαία ελληνική μετακομίζω < μετά + κομίζω
Συγγενικά
- αδιαμετακόμιστος
- αμετακόμιστος
- ευκολομετακόμιστα
- ευκολομετακόμιστος
- ευμετακόμιστος
- διαμετακομίζω
- διαμετακόμιση
- διαμετακομιστικός
- δυσμετακόμιστος
- μετακόμιση
- μετακομίσιμος
- μετακομισμένος
- → δείτε τις λέξεις μετά και κομίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μετακομίζω | μετακόμιζα | θα μετακομίζω | να μετακομίζω | μετακομίζοντας | |
| β' ενικ. | μετακομίζεις | μετακόμιζες | θα μετακομίζεις | να μετακομίζεις | μετακόμιζε | |
| γ' ενικ. | μετακομίζει | μετακόμιζε | θα μετακομίζει | να μετακομίζει | ||
| α' πληθ. | μετακομίζουμε | μετακομίζαμε | θα μετακομίζουμε | να μετακομίζουμε | ||
| β' πληθ. | μετακομίζετε | μετακομίζατε | θα μετακομίζετε | να μετακομίζετε | μετακομίζετε | |
| γ' πληθ. | μετακομίζουν(ε) | μετακόμιζαν μετακομίζαν(ε) |
θα μετακομίζουν(ε) | να μετακομίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μετακόμισα | θα μετακομίσω | να μετακομίσω | μετακομίσει | ||
| β' ενικ. | μετακόμισες | θα μετακομίσεις | να μετακομίσεις | μετακόμισε | ||
| γ' ενικ. | μετακόμισε | θα μετακομίσει | να μετακομίσει | |||
| α' πληθ. | μετακομίσαμε | θα μετακομίσουμε | να μετακομίσουμε | |||
| β' πληθ. | μετακομίσατε | θα μετακομίσετε | να μετακομίσετε | μετακομίστε | ||
| γ' πληθ. | μετακόμισαν μετακομίσαν(ε) |
θα μετακομίσουν(ε) | να μετακομίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μετακομίσει | είχα μετακομίσει | θα έχω μετακομίσει | να έχω μετακομίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μετακομίσει | είχες μετακομίσει | θα έχεις μετακομίσει | να έχεις μετακομίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μετακομίσει | είχε μετακομίσει | θα έχει μετακομίσει | να έχει μετακομίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μετακομίσει | είχαμε μετακομίσει | θα έχουμε μετακομίσει | να έχουμε μετακομίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μετακομίσει | είχατε μετακομίσει | θα έχετε μετακομίσει | να έχετε μετακομίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μετακομίσει | είχαν μετακομίσει | θα έχουν μετακομίσει | να έχουν μετακομίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.