μετακόμιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετακόμιση οι μετακομίσεις
      γενική της μετακόμισης* των μετακομίσεων
    αιτιατική τη μετακόμιση τις μετακομίσεις
     κλητική μετακόμιση μετακομίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετακομίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετακόμιση < ελληνιστική κοινή μετακόμισις < αρχαία ελληνική μετακομίζω < μετά + κομίζω

Ουσιαστικό

μετακόμιση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.