ανακομιδή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακομιδή οι ανακομιδές
      γενική της ανακομιδής των ανακομιδών
    αιτιατική την ανακομιδή τις ανακομιδές
     κλητική ανακομιδή ανακομιδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανακομιδή < ελληνιστική κοινή ἀνακομιδή (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀνακομιδή < ἀνακομίζω < ἀνά + κομίζω

Ουσιαστικό

ανακομιδή θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.