συναποκομίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συναποκομίζω < (ελληνιστική κοινή) συναποκομίζω < σύν + αρχαία ελληνική ἀποκομίζω < ἀπό + κομίζω
Ρήμα
συναποκομίζω
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) αποκομίζω κάτι επιπλέον ή μαζί με κάτι άλλο ή κάποιον άλλο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συναποκομίζω | συναποκόμιζα | θα συναποκομίζω | να συναποκομίζω | συναποκομίζοντας | |
| β' ενικ. | συναποκομίζεις | συναποκόμιζες | θα συναποκομίζεις | να συναποκομίζεις | συναποκόμιζε | |
| γ' ενικ. | συναποκομίζει | συναποκόμιζε | θα συναποκομίζει | να συναποκομίζει | ||
| α' πληθ. | συναποκομίζουμε | συναποκομίζαμε | θα συναποκομίζουμε | να συναποκομίζουμε | ||
| β' πληθ. | συναποκομίζετε | συναποκομίζατε | θα συναποκομίζετε | να συναποκομίζετε | συναποκομίζετε | |
| γ' πληθ. | συναποκομίζουν(ε) | συναποκόμιζαν συναποκομίζαν(ε) |
θα συναποκομίζουν(ε) | να συναποκομίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συναποκόμισα | θα συναποκομίσω | να συναποκομίσω | συναποκομίσει | ||
| β' ενικ. | συναποκόμισες | θα συναποκομίσεις | να συναποκομίσεις | συναποκόμισε | ||
| γ' ενικ. | συναποκόμισε | θα συναποκομίσει | να συναποκομίσει | |||
| α' πληθ. | συναποκομίσαμε | θα συναποκομίσουμε | να συναποκομίσουμε | |||
| β' πληθ. | συναποκομίσατε | θα συναποκομίσετε | να συναποκομίσετε | συναποκομίστε | ||
| γ' πληθ. | συναποκόμισαν συναποκομίσαν(ε) |
θα συναποκομίσουν(ε) | να συναποκομίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συναποκομίσει | είχα συναποκομίσει | θα έχω συναποκομίσει | να έχω συναποκομίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συναποκομίσει | είχες συναποκομίσει | θα έχεις συναποκομίσει | να έχεις συναποκομίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συναποκομίσει | είχε συναποκομίσει | θα έχει συναποκομίσει | να έχει συναποκομίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συναποκομίσει | είχαμε συναποκομίσει | θα έχουμε συναποκομίσει | να έχουμε συναποκομίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συναποκομίσει | είχατε συναποκομίσει | θα έχετε συναποκομίσει | να έχετε συναποκομίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συναποκομίσει | είχαν συναποκομίσει | θα έχουν συναποκομίσει | να έχουν συναποκομίσει |
| |
Μεταφράσεις
συναποκομίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.