αεροδιακομιδή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αεροδιακομιδή | οι | αεροδιακομιδές |
| γενική | της | αεροδιακομιδής | των | αεροδιακομιδών |
| αιτιατική | την | αεροδιακομιδή | τις | αεροδιακομιδές |
| κλητική | αεροδιακομιδή | αεροδιακομιδές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- αεροδιακομιδή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.