ανακομίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανακομίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀνακομίζω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀνακομίζω < ἀνά + κομίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανακομίζω | ανακόμιζα | θα ανακομίζω | να ανακομίζω | ανακομίζοντας | |
| β' ενικ. | ανακομίζεις | ανακόμιζες | θα ανακομίζεις | να ανακομίζεις | ανακόμιζε | |
| γ' ενικ. | ανακομίζει | ανακόμιζε | θα ανακομίζει | να ανακομίζει | ||
| α' πληθ. | ανακομίζουμε | ανακομίζαμε | θα ανακομίζουμε | να ανακομίζουμε | ||
| β' πληθ. | ανακομίζετε | ανακομίζατε | θα ανακομίζετε | να ανακομίζετε | ανακομίζετε | |
| γ' πληθ. | ανακομίζουν(ε) | ανακόμιζαν ανακομίζαν(ε) |
θα ανακομίζουν(ε) | να ανακομίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανακόμισα | θα ανακομίσω | να ανακομίσω | ανακομίσει | ||
| β' ενικ. | ανακόμισες | θα ανακομίσεις | να ανακομίσεις | ανακόμισε | ||
| γ' ενικ. | ανακόμισε | θα ανακομίσει | να ανακομίσει | |||
| α' πληθ. | ανακομίσαμε | θα ανακομίσουμε | να ανακομίσουμε | |||
| β' πληθ. | ανακομίσατε | θα ανακομίσετε | να ανακομίσετε | ανακομίστε | ||
| γ' πληθ. | ανακόμισαν ανακομίσαν(ε) |
θα ανακομίσουν(ε) | να ανακομίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανακομίσει | είχα ανακομίσει | θα έχω ανακομίσει | να έχω ανακομίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανακομίσει | είχες ανακομίσει | θα έχεις ανακομίσει | να έχεις ανακομίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανακομίσει | είχε ανακομίσει | θα έχει ανακομίσει | να έχει ανακομίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανακομίσει | είχαμε ανακομίσει | θα έχουμε ανακομίσει | να έχουμε ανακομίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανακομίσει | είχατε ανακομίσει | θα έχετε ανακομίσει | να έχετε ανακομίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανακομίσει | είχαν ανακομίσει | θα έχουν ανακομίσει | να έχουν ανακομίσει |
| |
Πηγές
- ανακομίζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
ανακομίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.