αποκομίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκομίζω < αρχαία ελληνική ἀποκομίζω < ἀπό + κομίζω
Ρήμα
αποκομίζω (παθητική φωνή: αποκομίζομαι)
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) αποκτώ κάτι και το παίρνω μαζί μου (φεύγοντας από κάπου)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκομίζω | αποκόμιζα | θα αποκομίζω | να αποκομίζω | αποκομίζοντας | |
| β' ενικ. | αποκομίζεις | αποκόμιζες | θα αποκομίζεις | να αποκομίζεις | αποκόμιζε | |
| γ' ενικ. | αποκομίζει | αποκόμιζε | θα αποκομίζει | να αποκομίζει | ||
| α' πληθ. | αποκομίζουμε | αποκομίζαμε | θα αποκομίζουμε | να αποκομίζουμε | ||
| β' πληθ. | αποκομίζετε | αποκομίζατε | θα αποκομίζετε | να αποκομίζετε | αποκομίζετε | |
| γ' πληθ. | αποκομίζουν(ε) | αποκόμιζαν αποκομίζαν(ε) |
θα αποκομίζουν(ε) | να αποκομίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκόμισα | θα αποκομίσω | να αποκομίσω | αποκομίσει | ||
| β' ενικ. | αποκόμισες | θα αποκομίσεις | να αποκομίσεις | αποκόμισε | ||
| γ' ενικ. | αποκόμισε | θα αποκομίσει | να αποκομίσει | |||
| α' πληθ. | αποκομίσαμε | θα αποκομίσουμε | να αποκομίσουμε | |||
| β' πληθ. | αποκομίσατε | θα αποκομίσετε | να αποκομίσετε | αποκομίστε | ||
| γ' πληθ. | αποκόμισαν αποκομίσαν(ε) |
θα αποκομίσουν(ε) | να αποκομίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποκομίσει | είχα αποκομίσει | θα έχω αποκομίσει | να έχω αποκομίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποκομίσει | είχες αποκομίσει | θα έχεις αποκομίσει | να έχεις αποκομίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκομίσει | είχε αποκομίσει | θα έχει αποκομίσει | να έχει αποκομίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκομίσει | είχαμε αποκομίσει | θα έχουμε αποκομίσει | να έχουμε αποκομίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκομίσει | είχατε αποκομίσει | θα έχετε αποκομίσει | να έχετε αποκομίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκομίσει | είχαν αποκομίσει | θα έχουν αποκομίσει | να έχουν αποκομίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.