κάμνω
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- κάμνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάμνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.mno/
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κάμνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάμνω και τύπος κάνω (με [mn] > [n])
Ρήμα
κάμνω, πρτ.: ἔκαμνα, αόρ.: ἔκαμα, και δείτε κάνω
- δρω, ενεργώ, κατασκευάζω, εκτελώ, χτίζω
- συνευρίσκομαι ερωτικά
- ταιριάζω, είμαι κατάλληλος
Σύνθετα
- ἀποκάμνω
- μισοκάμνω
- ξανακάμνω
- ξεκάμνω
Συγγενικά
Πηγές
- κάμνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κάμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kem
Ρήμα
κάμνω [ᾰ]
- (μεταβατικό) επεξεργάζομαι, φτιάχνω, κατασκευάζω
- (αμετάβατο) κουράζομαι, αποκάμνω
- (αμετάβατο) πάσχω
- (αμετάβατο) στεναχωριέμαι
Σύνθετα
- ἀποκάμνω
- ἐγκάμνω
- ἐκκάμνω
- ἐναποκάμνω
- ἐπικάμνω
- περικάμνω
- προαποκάμνω
- προκάμνω
- συγκάμνω
- συναποκάμνω
- συνεκκάμνω
- ὑπερκάμνω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- κάμνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάμνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.