κάμνω

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κάμνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάμνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈka.mno/

Ρήμα

κάμνω, πρτ.: έκαμνα, αόρ.: έκαμα, και δείτε κάνω



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κάμνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάμνω και τύπος κάνω (με [mn] > [n])

Ρήμα

κάμνω, πρτ.: ἔκαμνα, αόρ.: ἔκαμα, και δείτε κάνω

  1. δρω, ενεργώ, κατασκευάζω, εκτελώ, χτίζω
  2. συνευρίσκομαι ερωτικά
  3. ταιριάζω, είμαι κατάλληλος

Σύνθετα

  • ἀποκάμνω
  • μισοκάμνω
  • ξανακάμνω
  • ξεκάμνω

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κάμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kem

Ρήμα

κάμνω [ᾰ]

  1. (μεταβατικό) επεξεργάζομαι, φτιάχνω, κατασκευάζω
  2. (αμετάβατο) κουράζομαι, αποκάμνω
  3. (αμετάβατο) πάσχω
  4. (αμετάβατο) στεναχωριέμαι

Σύνθετα

  • ἀποκάμνω
  • ἐγκάμνω
  • ἐκκάμνω
  • ἐναποκάμνω
  • ἐπικάμνω
  • περικάμνω
  • προαποκάμνω
  • προκάμνω
  • συγκάμνω
  • συναποκάμνω
  • συνεκκάμνω
  • ὑπερκάμνω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.