διακόμιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακόμιση οι διακομίσεις
      γενική της διακόμισης* των διακομίσεων
    αιτιατική τη διακόμιση τις διακομίσεις
     κλητική διακόμιση διακομίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακομίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διακόμιση < διακομίζω + -ση< αρχαία ελληνική διακομίζω < διά + κομίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯aˈko.mi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διακόμιση

Ουσιαστικό

διακόμιση θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • «διακομίζωμ (διακομιδή, διακόμιση)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.