συγκομίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγκομίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγκομίζω < συγ- + κομίζω
Ρήμα
συγκομίζω (παθητική φωνή: συγκομίζομαι)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συγκομίζω | συγκόμιζα | θα συγκομίζω | να συγκομίζω | συγκομίζοντας | |
| β' ενικ. | συγκομίζεις | συγκόμιζες | θα συγκομίζεις | να συγκομίζεις | συγκόμιζε | |
| γ' ενικ. | συγκομίζει | συγκόμιζε | θα συγκομίζει | να συγκομίζει | ||
| α' πληθ. | συγκομίζουμε | συγκομίζαμε | θα συγκομίζουμε | να συγκομίζουμε | ||
| β' πληθ. | συγκομίζετε | συγκομίζατε | θα συγκομίζετε | να συγκομίζετε | συγκομίζετε | |
| γ' πληθ. | συγκομίζουν(ε) | συγκόμιζαν συγκομίζαν(ε) |
θα συγκομίζουν(ε) | να συγκομίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συγκόμισα | θα συγκομίσω | να συγκομίσω | συγκομίσει | ||
| β' ενικ. | συγκόμισες | θα συγκομίσεις | να συγκομίσεις | συγκόμισε | ||
| γ' ενικ. | συγκόμισε | θα συγκομίσει | να συγκομίσει | |||
| α' πληθ. | συγκομίσαμε | θα συγκομίσουμε | να συγκομίσουμε | |||
| β' πληθ. | συγκομίσατε | θα συγκομίσετε | να συγκομίσετε | συγκομίστε | ||
| γ' πληθ. | συγκόμισαν συγκομίσαν(ε) |
θα συγκομίσουν(ε) | να συγκομίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συγκομίσει | είχα συγκομίσει | θα έχω συγκομίσει | να έχω συγκομίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συγκομίσει | είχες συγκομίσει | θα έχεις συγκομίσει | να έχεις συγκομίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συγκομίσει | είχε συγκομίσει | θα έχει συγκομίσει | να έχει συγκομίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συγκομίσει | είχαμε συγκομίσει | θα έχουμε συγκομίσει | να έχουμε συγκομίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συγκομίσει | είχατε συγκομίσει | θα έχετε συγκομίσει | να έχετε συγκομίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συγκομίσει | είχαν συγκομίσει | θα έχουν συγκομίσει | να έχουν συγκομίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συγκομίζομαι | συγκομιζόμουν(α) | θα συγκομίζομαι | να συγκομίζομαι | ||
| β' ενικ. | συγκομίζεσαι | συγκομιζόσουν(α) | θα συγκομίζεσαι | να συγκομίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | συγκομίζεται | συγκομιζόταν(ε) | θα συγκομίζεται | να συγκομίζεται | ||
| α' πληθ. | συγκομιζόμαστε | συγκομιζόμαστε συγκομιζόμασταν |
θα συγκομιζόμαστε | να συγκομιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | συγκομίζεστε | συγκομιζόσαστε συγκομιζόσασταν |
θα συγκομίζεστε | να συγκομίζεστε | (συγκομίζεστε) | |
| γ' πληθ. | συγκομίζονται | συγκομίζονταν συγκομιζόντουσαν |
θα συγκομίζονται | να συγκομίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συγκομίστηκα | θα συγκομιστώ | να συγκομιστώ | συγκομιστεί | ||
| β' ενικ. | συγκομίστηκες | θα συγκομιστείς | να συγκομιστείς | συγκομίσου | ||
| γ' ενικ. | συγκομίστηκε | θα συγκομιστεί | να συγκομιστεί | |||
| α' πληθ. | συγκομιστήκαμε | θα συγκομιστούμε | να συγκομιστούμε | |||
| β' πληθ. | συγκομιστήκατε | θα συγκομιστείτε | να συγκομιστείτε | συγκομιστείτε | ||
| γ' πληθ. | συγκομίστηκαν συγκομιστήκαν(ε) |
θα συγκομιστούν(ε) | να συγκομιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συγκομιστεί | είχα συγκομιστεί | θα έχω συγκομιστεί | να έχω συγκομιστεί | συγκομισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις συγκομιστεί | είχες συγκομιστεί | θα έχεις συγκομιστεί | να έχεις συγκομιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συγκομιστεί | είχε συγκομιστεί | θα έχει συγκομιστεί | να έχει συγκομιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συγκομιστεί | είχαμε συγκομιστεί | θα έχουμε συγκομιστεί | να έχουμε συγκομιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συγκομιστεί | είχατε συγκομιστεί | θα έχετε συγκομιστεί | να έχετε συγκομιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συγκομιστεί | είχαν συγκομιστεί | θα έχουν συγκομιστεί | να έχουν συγκομιστεί | ||
Μεταφράσεις
συγκομίζω
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
συγκομίζω
- → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- συγκομίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συγκομίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.