κόμιστρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κόμιστρο | τα | κόμιστρα |
| γενική | του | κομίστρου & κόμιστρου |
των | κομίστρων |
| αιτιατική | το | κόμιστρο | τα | κόμιστρα |
| κλητική | κόμιστρο | κόμιστρα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόμιστρο < αρχαία ελληνική κόμιστρον < κομίζω
Ουσιαστικό
κόμιστρο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.