προσκομίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσκομίζω < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσκομίζω | προσκόμιζα | θα προσκομίζω | να προσκομίζω | προσκομίζοντας | |
| β' ενικ. | προσκομίζεις | προσκόμιζες | θα προσκομίζεις | να προσκομίζεις | προσκόμιζε | |
| γ' ενικ. | προσκομίζει | προσκόμιζε | θα προσκομίζει | να προσκομίζει | ||
| α' πληθ. | προσκομίζουμε | προσκομίζαμε | θα προσκομίζουμε | να προσκομίζουμε | ||
| β' πληθ. | προσκομίζετε | προσκομίζατε | θα προσκομίζετε | να προσκομίζετε | προσκομίζετε | |
| γ' πληθ. | προσκομίζουν(ε) | προσκόμιζαν προσκομίζαν(ε) |
θα προσκομίζουν(ε) | να προσκομίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσκόμισα | θα προσκομίσω | να προσκομίσω | προσκομίσει | ||
| β' ενικ. | προσκόμισες | θα προσκομίσεις | να προσκομίσεις | προσκόμισε | ||
| γ' ενικ. | προσκόμισε | θα προσκομίσει | να προσκομίσει | |||
| α' πληθ. | προσκομίσαμε | θα προσκομίσουμε | να προσκομίσουμε | |||
| β' πληθ. | προσκομίσατε | θα προσκομίσετε | να προσκομίσετε | προσκομίστε | ||
| γ' πληθ. | προσκόμισαν προσκομίσαν(ε) |
θα προσκομίσουν(ε) | να προσκομίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσκομίσει | είχα προσκομίσει | θα έχω προσκομίσει | να έχω προσκομίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσκομίσει | είχες προσκομίσει | θα έχεις προσκομίσει | να έχεις προσκομίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσκομίσει | είχε προσκομίσει | θα έχει προσκομίσει | να έχει προσκομίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσκομίσει | είχαμε προσκομίσει | θα έχουμε προσκομίσει | να έχουμε προσκομίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσκομίσει | είχατε προσκομίσει | θα έχετε προσκομίσει | να έχετε προσκομίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσκομίσει | είχαν προσκομίσει | θα έχουν προσκομίσει | να έχουν προσκομίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.