ευκολομετακόμιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευκολομετακόμιστος | η | ευκολομετακόμιστη | το | ευκολομετακόμιστο |
| γενική | του | ευκολομετακόμιστου | της | ευκολομετακόμιστης | του | ευκολομετακόμιστου |
| αιτιατική | τον | ευκολομετακόμιστο | την | ευκολομετακόμιστη | το | ευκολομετακόμιστο |
| κλητική | ευκολομετακόμιστε | ευκολομετακόμιστη | ευκολομετακόμιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευκολομετακόμιστοι | οι | ευκολομετακόμιστες | τα | ευκολομετακόμιστα |
| γενική | των | ευκολομετακόμιστων | των | ευκολομετακόμιστων | των | ευκολομετακόμιστων |
| αιτιατική | τους | ευκολομετακόμιστους | τις | ευκολομετακόμιστες | τα | ευκολομετακόμιστα |
| κλητική | ευκολομετακόμιστοι | ευκολομετακόμιστες | ευκολομετακόμιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευκολομετακόμιστος < εύκολος + -ο- + μετακομίζω + -τος
Αντώνυμα
Συγγενικά
Πηγές
- ευκολομετακόμιστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
ευκολομετακόμιστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.