αποκόμιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκόμιση οι αποκομίσεις
      γενική της αποκόμισης* των αποκομίσεων
    αιτιατική την αποκόμιση τις αποκομίσεις
     κλητική αποκόμιση αποκομίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκομίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποκόμιση < αποκομίζω + -ση

Ουσιαστικό

αποκόμιση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.