διακομίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διακομίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακομίζω < δια- + κομίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.koˈmi.zo/ & /ðʝa.koˈmi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κο‐μί‐ζω
Ρήμα
διακομίζω, αόρ.: διακόμισα, παθ.φωνή: διακομίζομαι, π.αόρ.: διακομίστηκα, μτχ.π.π.: διακομισμένος
- (λόγιο) μεταφέρω κάποιον τραυματία ή ασθενή σε νοσοκομείο ή άλλο σχετικό χώρο
- (τεχνολογία) αναμεταδίδω, αναδιανέμω, χρησιμοποιώ διακομιστή
Συγγενικά
άλλα σύνθετα του κομίζω
- → δείτε τις λέξεις ανακομίζω, αποκομίζω, διαμετακομίζω, μετακομίζω, προσκομίζω και συναποκομίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διακομίζω | διακόμιζα | θα διακομίζω | να διακομίζω | διακομίζοντας | |
| β' ενικ. | διακομίζεις | διακόμιζες | θα διακομίζεις | να διακομίζεις | διακόμιζε | |
| γ' ενικ. | διακομίζει | διακόμιζε | θα διακομίζει | να διακομίζει | ||
| α' πληθ. | διακομίζουμε | διακομίζαμε | θα διακομίζουμε | να διακομίζουμε | ||
| β' πληθ. | διακομίζετε | διακομίζατε | θα διακομίζετε | να διακομίζετε | διακομίζετε | |
| γ' πληθ. | διακομίζουν(ε) | διακόμιζαν διακομίζαν(ε) |
θα διακομίζουν(ε) | να διακομίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διακόμισα | θα διακομίσω | να διακομίσω | διακομίσει | ||
| β' ενικ. | διακόμισες | θα διακομίσεις | να διακομίσεις | διακόμισε | ||
| γ' ενικ. | διακόμισε | θα διακομίσει | να διακομίσει | |||
| α' πληθ. | διακομίσαμε | θα διακομίσουμε | να διακομίσουμε | |||
| β' πληθ. | διακομίσατε | θα διακομίσετε | να διακομίσετε | διακομίστε | ||
| γ' πληθ. | διακόμισαν διακομίσαν(ε) |
θα διακομίσουν(ε) | να διακομίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διακομίσει | είχα διακομίσει | θα έχω διακομίσει | να έχω διακομίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διακομίσει | είχες διακομίσει | θα έχεις διακομίσει | να έχεις διακομίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διακομίσει | είχε διακομίσει | θα έχει διακομίσει | να έχει διακομίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διακομίσει | είχαμε διακομίσει | θα έχουμε διακομίσει | να έχουμε διακομίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διακομίσει | είχατε διακομίσει | θα έχετε διακομίσει | να έχετε διακομίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διακομίσει | είχαν διακομίσει | θα έχουν διακομίσει | να έχουν διακομίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διακομίζομαι | διακομιζόμουν(α) | θα διακομίζομαι | να διακομίζομαι | ||
| β' ενικ. | διακομίζεσαι | διακομιζόσουν(α) | θα διακομίζεσαι | να διακομίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | διακομίζεται | διακομιζόταν(ε) | θα διακομίζεται | να διακομίζεται | ||
| α' πληθ. | διακομιζόμαστε | διακομιζόμαστε διακομιζόμασταν |
θα διακομιζόμαστε | να διακομιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | διακομίζεστε | διακομιζόσαστε διακομιζόσασταν |
θα διακομίζεστε | να διακομίζεστε | (διακομίζεστε) | |
| γ' πληθ. | διακομίζονται | διακομίζονταν διακομιζόντουσαν |
θα διακομίζονται | να διακομίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διακομίστηκα | θα διακομιστώ | να διακομιστώ | διακομιστεί | ||
| β' ενικ. | διακομίστηκες | θα διακομιστείς | να διακομιστείς | διακομίσου | ||
| γ' ενικ. | διακομίστηκε | θα διακομιστεί | να διακομιστεί | |||
| α' πληθ. | διακομιστήκαμε | θα διακομιστούμε | να διακομιστούμε | |||
| β' πληθ. | διακομιστήκατε | θα διακομιστείτε | να διακομιστείτε | διακομιστείτε | ||
| γ' πληθ. | διακομίστηκαν διακομιστήκαν(ε) |
θα διακομιστούν(ε) | να διακομιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διακομιστεί | είχα διακομιστεί | θα έχω διακομιστεί | να έχω διακομιστεί | διακομισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διακομιστεί | είχες διακομιστεί | θα έχεις διακομιστεί | να έχεις διακομιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διακομιστεί | είχε διακομιστεί | θα έχει διακομιστεί | να έχει διακομιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διακομιστεί | είχαμε διακομιστεί | θα έχουμε διακομιστεί | να έχουμε διακομιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διακομιστεί | είχατε διακομιστεί | θα έχετε διακομιστεί | να έχετε διακομιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διακομιστεί | είχαν διακομιστεί | θα έχουν διακομιστεί | να έχουν διακομιστεί | ||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- διακομίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διακομίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.