προσκομιδή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσκομιδή οι προσκομιδές
      γενική της προσκομιδής των προσκομιδών
    αιτιατική την προσκομιδή τις προσκομιδές
     κλητική προσκομιδή προσκομιδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσκομιδή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσκομιδή[1] < αρχαία ελληνική προσκομίζω (προσ-κομίζω)

Ουσιαστικό

προσκομιδή θηλυκό

  1. η πράξη του να προσκομίζω.
  2. (θρησκεία, εκκλησιαστική ορολογία)η πράξη της προετοιμασίας των τίμιων δώρων για τη Θεία Ευχαριστία.

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσκομιδή αἱ προσκομιδαί
      γενική τῆς προσκομιδῆς τῶν προσκομιδῶν
      δοτική τῇ προσκομιδ ταῖς προσκομιδαῖς
    αιτιατική τὴν προσκομιδήν τὰς προσκομιδᾱ́ς
     κλητική ! προσκομιδή προσκομιδαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσκομιδᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  προσκομιδαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσκομιδή < προσ- + < προσκομίζω λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προσκομιδή θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.