κλαρί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλαρί | τα | κλαριά |
| γενική | του | κλαριού | των | κλαριών |
| αιτιατική | το | κλαρί | τα | κλαριά |
| κλητική | κλαρί | κλαριά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλαρί < μεσαιωνική ελληνική κλαρίν < (ελληνιστική κοινή) κλάριον / κλάριοι < *κλαδάριον < αρχαία ελληνική κλάδος
Συγγενικά
Εκφράσεις
- βγαίνω στο κλαρί:
- (παρωχημένο) (ιστορία) γίνομαι Κλέφτης ή κλέφτης
- ασχολούμαι με πράγματα ηθικώς επιλήψιμα ή κατακριτέα
- δεν τον αφήνω σε χλωρό κλαρί: δεν τον αφήνω να ησυχάσει, τον κυνηγώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.