χαμόκλαδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαμόκλαδο τα χαμόκλαδα
      γενική του χαμόκλαδου των χαμόκλαδων
    αιτιατική το χαμόκλαδο τα χαμόκλαδα
     κλητική χαμόκλαδο χαμόκλαδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαμόκλαδο < χαμο- + κλαδί

Ουσιαστικό

χαμόκλαδο ουδέτερο

  1. κλαδί δέντρου σε χαμηλό ύψος
  2. πληθυντικός: χαμόκλαδα: θάμνος ή συστάδα θάμνων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.