ανακλαδίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανακλαδίζομαι < ανακλαδίζω + -ομαι < ανα- + κλαδί

Ρήμα

ανακλαδίζομαι

  1. κάθομαι άνετα, τεντώνομαι απλώνοντας χέρια και πόδια για να ξεμουδιάσω
  2. (βοτανική) βγάζω νέα κλαριά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.