φύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φύομαι, μεσοπαθητική φωνή του φύω
Συγγενικά
- -φυής Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φυής στο Βικιλεξικό
- -φυΐα Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φυΐα στο Βικιλεξικό
επίσης: δείτε και τα συγγενικά τους:
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- φύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.