φύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φύομαι, μεσοπαθητική φωνή του φύω

Ρήμα

φύομαι μόνο στο ενεστωτικό θέμα

  • φυτρώνω
    Αυτό το είδος φύεται στην ανατολική Μεσόγειο.

Συγγενικά

  • -φυής Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φυής στο Βικιλεξικό
  • -φυΐα Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φυΐα στο Βικιλεξικό

επίσης: δείτε και τα συγγενικά τους:

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

φύομαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.