ξυλώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξυλώδης η ξυλώδης το ξυλώδες
      γενική του ξυλώδους της ξυλώδους του ξυλώδους
    αιτιατική τον ξυλώδη την ξυλώδη το ξυλώδες
     κλητική ξυλώδη(ς) ξυλώδης ξυλώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξυλώδεις οι ξυλώδεις τα ξυλώδη
      γενική των ξυλωδών των ξυλωδών των ξυλωδών
    αιτιατική τους ξυλώδεις τις ξυλώδεις τα ξυλώδη
     κλητική ξυλώδεις ξυλώδεις ξυλώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
μονωτικό υλικό από ξυλώδεις ίνες

Ετυμολογία

ξυλώδης < αρχαία ελληνική ξυλώδης < ξύλον + -ώδης

Επίθετο

ξυλώδης, -ης, -ες

  1. που έχει ίνες λιγνίνης ή υφή από ξύλο, ο λιγνινικός
    ξυλώδης κορμός, ξυλώδης βλαστός
  2. που μοιάζει με ξύλο ή αποτελείται από ξύλο


Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.