αποκλάδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποκλάδι τα αποκλάδια
      γενική του αποκλαδιού των αποκλαδιών
    αιτιατική το αποκλάδι τα αποκλάδια
     κλητική αποκλάδι αποκλάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποκλάδι < απο- + κλαδί

Ουσιαστικό

αποκλάδι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.