κλαδίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κλαδίζω < μεσαιωνική ελληνική κλαδίζω < κλαδί + -ίζω

Ρήμα

κλαδίζω

  1. βγάζω κλαδιά
      Βλασταίνει και κλαδίζει μόνο μέσα στη νύχτα , πιάνεται παντούσε με τις ακατέλυτες κληματίδες του (Στράτης Μυρίβηλης, Η ζωή εν τάφω: το βιβλίο του πολέμου, 1955, σελ. 141)
  2. διακλαδίζομαι (συνήθως χρησιμοποιείται στη μορφή κλαδίζει, λέξη που χρησιμοποιείται και στη λογοτεχνία)
  3. (ιδιωματικό) (κρητικά) ταΐζω τα αιγοπρόβατα με κλαδιά
  4. κόβω τα κλαδιά
     συνώνυμα: κλαδοκόβγω, κλαρίζω
      Ξαναπαίρνει το τσεκούρι, κλαρίζει (κλαδίζει) τα άχρηστα κλαδιά του πεσμένου κλωναριού, κι έχει έτοιμο το ξύλο που χρειάζεται (Δημήτρης Λουκόπουλος, Γεωργικά της Ρούμελης, Εκδ. Δωδώνη, 1983, σελ. 15)
  5. ανθοκομώ, περιποιούμαι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κλαδίζω < κλαδί +-ίζω

Ρήμα

κλαδίζω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.