ανακλαδιστά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ανακλαδιστά
<
ανακλαδιστός
Επίρρημα
ανακλαδιστά
για κάποιον που κάθεται ή
σταυροπόδι
ή που έχει τεντωθεί
Μεταφράσεις
ανακλαδιστά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ανακλαδιστά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ανακλαδιστό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.