περικοκλάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περικοκλάδα | οι | περικοκλάδες |
| γενική | της | περικοκλάδας | των | περικοκλάδων |
| αιτιατική | την | περικοκλάδα | τις | περικοκλάδες |
| κλητική | περικοκλάδα | περικοκλάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
περικοκλάδα < περιπλοκάδα με αντιμετάθεση [plok] > [kokl] [1] → δείτε περι-, πλέκω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.koˈkla.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐κο‐κλά‐δα
Ουσιαστικό
περικοκλάδα θηλυκό
- (βοτανική, λουλούδι) πολυετές φυτό, ανήκει στην οικογένεια Convolvulaceae, με αναρριχώμενους βλαστούς μήκους έως 2 μ. Τα φύλλα έχουν τριγωνικό σχήμα και στη βάση καταλήγουν σε μυτερούς λοβούς. Τα μεγάλα και εντυπωσιακά άνθη εμφανίζονται μεμονωμένα, στις μασχάλες των φύλλων. Έχουν λευκή, συμπέταλη χοανοειδή στεφάνη, μήκους έως 5 εκ.
- (γενικότερα) κάθε αναρριχώμενο φυτό του οποίου τα στελέχη απλώνονται
- (ειδικότερα) ένα στέλεχος οποιουδήποτε αναρριχώμενου φυτού
- (μεταφορικά, συνήθως στον πληθυντικό) φιοριτούρα, σάλτσα, λόγος που υπεκφεύγει με πλάγιο και περίπλοκο τρόπο
- περιπλοκάδα
- περικοκλάδι, περιπλοκάδι (λαϊκότροπο)
Μεταφράσεις
βοτανική
|
|
Αναφορές
- περικοκλάδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.