αμπελοκλάδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμπελοκλάδι τα αμπελοκλάδια
      γενική
    αιτιατική το αμπελοκλάδι τα αμπελοκλάδια
     κλητική αμπελοκλάδι αμπελοκλάδια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμπελοκλάδι < μεσαιωνική ελληνική αμπελοκλάδι(ν) < αρχαία ελληνική ἄμπελος + κλάδος

Ουσιαστικό

αμπελοκλάδι ουδέτερο

  1. κλαδί αμπέλου / κλήματος
     συνώνυμα: αμπελόβεργα, κληματόβεργα, κληματίδα
  2. (γενικότερα) παρασιτικά φυτά σε αμπέλι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.