κλαδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλαδικός | η | κλαδική | το | κλαδικό |
| γενική | του | κλαδικού | της | κλαδικής | του | κλαδικού |
| αιτιατική | τον | κλαδικό | την | κλαδική | το | κλαδικό |
| κλητική | κλαδικέ | κλαδική | κλαδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλαδικοί | οι | κλαδικές | τα | κλαδικά |
| γενική | των | κλαδικών | των | κλαδικών | των | κλαδικών |
| αιτιατική | τους | κλαδικούς | τις | κλαδικές | τα | κλαδικά |
| κλητική | κλαδικοί | κλαδικές | κλαδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κλαδικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
κλαδικός
- που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποιον επαγγελματικό κλάδο
- κλαδικό σωματείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.