ἔλαιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἔλαιον | τὰ | ἔλαιᾰ |
| γενική | τοῦ | ἐλαίου | τῶν | ἐλαίων |
| δοτική | τῷ | ἐλαίῳ | τοῖς | ἐλαίοις |
| αιτιατική | τὸ | ἔλαιον | τὰ | ἔλαιᾰ |
| κλητική ὦ! | ἔλαιον | ἔλαιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλαίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐλαίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἔλαιον < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: έλαιο
Ουσιαστικό
ἔλαιον ουδέτερο
- (τρόφιμο) το ελαιόλαδο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 578 (577-578)
- τὼ δὲ λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ᾽ ἐλαίῳ | δείπνῳ ἐφιζανέτην,
- Κι' αφού με λάδι τρίφτηκαν, λουσμένοι και τριμένοι | καθήσανε ψωμί να φαν
- Ιλιάδα, μετάφραση Πάλλη
- τὼ δὲ λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ᾽ ἐλαίῳ | δείπνῳ ἐφιζανέτην,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 578 (577-578)
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
ἐλαιο-
ἐλαιο-
- ἐλαιο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἐλαιο- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις ἐλαι- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με συνθετικό 'ἔλαιον' στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -έλαιον @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
και
- ἀγριελαία
- ἀγριελάινος
- ἀγριέλαιος
- ἀνέλαιος
- αὐτοελαιουργός
- ἐξελαιόω
- ἐλαία
- ἐλαιάεις
- ἐλαίαγνος
- ἐλαιακόνη
- ἐλαιάω
- ἐλαίη
- ἐλαιήεις
- ἐλαιηρός
- ἐλαϊκός
- ἐλαΐνεος
- ἐλαίνεος
- ἐλαΐνεος
- ἐλάϊνος
- ἐλάινος
- ἔλαιος
- ἐλαιόω
- ἐλαιρόν
- ἐλαιρός
- ἐλαΐς
- ἐλαϊστήρ
- ἐλαϊστήριον
- ἐλαιώδης
- ἐλαιών
- ἐλαιωνικός
- ἐλαιώνιον
- ἐλαιωνοπαράδεισος
- ἐλαιωνοφοινικοπαράδεισος
- ἐλαίωσις
- ἐλαιωτός
- ἐλαΐζω
- εὐέλαιος
- ζεσελαιοπαγής
- θυμελαία
- καλλιέλαιος
- κατέλαιος
- ὀλιγοέλαιος
- ὀπιέλαιος
- πολυέλαιος
- φιλογαρέλαιος
- χαμελαία
- χαμελαΐτης
Πηγές
- ἔλαιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔλαιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.