φλογιστόν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
φλογιστόν ουδέτερο
- υποθετική ουσία η οποία σύμφωνα με την φλογιστική θεωρία (που καταρρίφθηκε με την ανακάλυψη του οξυγόνου) ερμήνευε την καύση
-
φλογιστόν στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.