σφραγιδόκηρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σφραγιδόκηρος οι σφραγιδόκηροι
      γενική του σφραγιδόκηρου των σφραγιδόκηρων
    αιτιατική τον σφραγιδόκηρο τους σφραγιδόκηρους
     κλητική σφραγιδόκηρε σφραγιδόκηροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφραγιδόκηρος < (καθαρεύουσα) σφραγιδόκηρος < σφραγίς + -ο- + κηρός

Ουσιαστικό

σφραγιδόκηρος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.