κηρύσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κηρύσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηρύσσω / κηρύττω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈɾi.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐ρύσ‐σω
Ρήμα
κηρύσσω, αόρ.: κήρυξα, παθ.φωνή: κηρύσσομαι, π.αόρ.: κηρύχτηκα/κηρύχθηκα, μτχ.π.π.: κηρυγμένος
- γνωστοποιώ επίσημα
- (θρησκεία) κάνω κήρυγμα, μιλώντας για το λόγο του θεού
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κηρύσσω | κήρυσσα | θα κηρύσσω | να κηρύσσω | κηρύσσοντας | |
| β' ενικ. | κηρύσσεις | κήρυσσες | θα κηρύσσεις | να κηρύσσεις | κήρυσσε | |
| γ' ενικ. | κηρύσσει | κήρυσσε | θα κηρύσσει | να κηρύσσει | ||
| α' πληθ. | κηρύσσουμε | κηρύσσαμε | θα κηρύσσουμε | να κηρύσσουμε | ||
| β' πληθ. | κηρύσσετε | κηρύσσατε | θα κηρύσσετε | να κηρύσσετε | κηρύσσετε | |
| γ' πληθ. | κηρύσσουν(ε) | κήρυσσαν κηρύσσαν(ε) |
θα κηρύσσουν(ε) | να κηρύσσουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κήρυξα | θα κηρύξω | να κηρύξω | κηρύξει | ||
| β' ενικ. | κήρυξες | θα κηρύξεις | να κηρύξεις | κήρυξε | ||
| γ' ενικ. | κήρυξε | θα κηρύξει | να κηρύξει | |||
| α' πληθ. | κηρύξαμε | θα κηρύξουμε | να κηρύξουμε | |||
| β' πληθ. | κηρύξατε | θα κηρύξετε | να κηρύξετε | κηρύξτε | ||
| γ' πληθ. | κήρυξαν κηρύξαν(ε) |
θα κηρύξουν(ε) | να κηρύξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κηρύξει | είχα κηρύξει | θα έχω κηρύξει | να έχω κηρύξει | ||
| β' ενικ. | έχεις κηρύξει | είχες κηρύξει | θα έχεις κηρύξει | να έχεις κηρύξει | ||
| γ' ενικ. | έχει κηρύξει | είχε κηρύξει | θα έχει κηρύξει | να έχει κηρύξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κηρύξει | είχαμε κηρύξει | θα έχουμε κηρύξει | να έχουμε κηρύξει | ||
| β' πληθ. | έχετε κηρύξει | είχατε κηρύξει | θα έχετε κηρύξει | να έχετε κηρύξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κηρύξει | είχαν κηρύξει | θα έχουν κηρύξει | να έχουν κηρύξει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κηρύσσομαι | κηρυσσόμουν(α) | θα κηρύσσομαι | να κηρύσσομαι | ||
| β' ενικ. | κηρύσσεσαι | κηρυσσόσουν(α) | θα κηρύσσεσαι | να κηρύσσεσαι | ||
| γ' ενικ. | κηρύσσεται | κηρυσσόταν(ε) | θα κηρύσσεται | να κηρύσσεται | ||
| α' πληθ. | κηρυσσόμαστε | κηρυσσόμαστε κηρυσσόμασταν |
θα κηρυσσόμαστε | να κηρυσσόμαστε | ||
| β' πληθ. | κηρύσσεστε | κηρυσσόσαστε κηρυσσόσασταν |
θα κηρύσσεστε | να κηρύσσεστε | (κηρύσσεστε) | |
| γ' πληθ. | κηρύσσονται | κηρύσσονταν κηρυσσόντουσαν |
θα κηρύσσονται | να κηρύσσονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κηρύχτηκα | θα κηρυχτώ | να κηρυχτώ | κηρυχτεί | ||
| β' ενικ. | κηρύχτηκες | θα κηρυχτείς | να κηρυχτείς | κηρύξου | ||
| γ' ενικ. | κηρύχτηκε | θα κηρυχτεί | να κηρυχτεί | |||
| α' πληθ. | κηρυχτήκαμε | θα κηρυχτούμε | να κηρυχτούμε | |||
| β' πληθ. | κηρυχτήκατε | θα κηρυχτείτε | να κηρυχτείτε | κηρυχτείτε | ||
| γ' πληθ. | κηρύχτηκαν κηρυχτήκαν(ε) |
θα κηρυχτούν(ε) | να κηρυχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κηρυχτεί | είχα κηρυχτεί | θα έχω κηρυχτεί | να έχω κηρυχτεί | κηρυγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις κηρυχτεί | είχες κηρυχτεί | θα έχεις κηρυχτεί | να έχεις κηρυχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κηρυχτεί | είχε κηρυχτεί | θα έχει κηρυχτεί | να έχει κηρυχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κηρυχτεί | είχαμε κηρυχτεί | θα έχουμε κηρυχτεί | να έχουμε κηρυχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κηρυχτεί | είχατε κηρυχτεί | θα έχετε κηρυχτεί | να έχετε κηρυχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κηρυχτεί | είχαν κηρυχτεί | θα έχουν κηρυχτεί | να έχουν κηρυχτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κηρυγμένος - είμαστε, είστε, είναι κηρυγμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κηρυγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κηρυγμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κηρυγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κηρυγμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κηρυγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κηρυγμένοι | |||||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κηρύσσω < κῆρυξ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κῆρυξ
Σύνθετα
- ἀνακηρύσσω
- ἀντικηρύσσω
- ἀποκηρύσσω
- διακηρύσσω
- ἐγκηρύσσω
- εἰσκηρύσσω
- ἐκκηρύσσω
- ἐπικηρύσσω
- κατακηρύσσω
- προκηρύσσω
- προσκηρύσσω
- ὑποκηρύσσω
Πηγές
- κηρύσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κηρύσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.