κηροειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κηροειδής | η | κηροειδής | το | κηροειδές |
| γενική | του | κηροειδούς* | της | κηροειδούς | του | κηροειδούς |
| αιτιατική | τον | κηροειδή | την | κηροειδή | το | κηροειδές |
| κλητική | κηροειδή(ς) | κηροειδής | κηροειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κηροειδείς | οι | κηροειδείς | τα | κηροειδή |
| γενική | των | κηροειδών | των | κηροειδών | των | κηροειδών |
| αιτιατική | τους | κηροειδείς | τις | κηροειδείς | τα | κηροειδή |
| κλητική | κηροειδείς | κηροειδείς | κηροειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κηροειδής < αρχαία ελληνική κηροειδής < κηρός + εἶδος
Επίθετο
κηροειδής, -ής, -ές
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ κηροειδής | τὸ κηροειδές | οἱ, αἱ κηροειδεῖς | τὰ κηροειδῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς κηροειδοῦς | τοῦ κηροειδοῦς | τῶν κηροειδῶν | τῶν κηροειδῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ κηροειδεῖ | τῷ κηροειδεῖ | τοῖς, ταῖς κηροειδέσι(ν) | τοῖς κηροειδέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν κηροειδῆ | τὸ κηροειδές | τοὺς, τὰς κηροειδεῖς | τὰ κηροειδῆ |
| Κλητική | κηροειδές | κηροειδές | κηροειδεῖς | κηροειδῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | κηροειδεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | κηροειδοῖν | |||
Επίθετο
κηροειδής, -ής, -ές
- κηροειδής
- τυγχάνει δὲ ταῦτα ὄντα, τὰ μὲν ἔλαττον ἔχοντα ὕδατος ἢ γῆς, τό τε περὶ τὴν ὕαλον γένος ἅπαν ὅσα τε λίθων χυτὰ εἴδη καλεῖται, τὰ δὲ πλέον ὕδατος αὖ, πάντα ὅσα κηροειδῆ καὶ θυμιατικὰ σώματα συμπήγνυται. (Πλάτων, Τίμαιος, 61c)
- (μεταφορικά) εύπλαστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.