κεφαλαία

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κεφαλαία

  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κεφαλαίος
      Στο κέντρο της, με αιχμηρό αντικείμενο, είχαν χαράξει τις λέξεις ΑΙΕΝ ΑΡΙΣΤΕΥΕΙΝ πάνω τη μία και από κάτω την άλλη, με αρχαιοπρεπή κεφαλαία γράμματα. (Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά , Κώστας Κατσουλάρης, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018)


κεφαλαία

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.