K

Διεθνείς όροι

Ετυμολογία

K < το κεφαλαίο K του λατινικού αλφαβήτου

Σύμβολο

K

  1. (χημεία) το διεθνές σύμβολο του καλίου
  2. (βιοχημεία) σύμβολο του αμινοξέος λυσίνη. Συντομογραφείται και ως Lys



Αζεριανά (az)

Χαρακτήρας

K

  K

  • γράμμα του αζεριανού αλφάβητου
Αζεριανό αλφάβητο
Αραβικό Λατινικό Κυριλικό Λατινικό IPA
—19181918—-19391958—-19911991—
K kК кK k
ΔΦΑ : /k/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.