M
Διεθνείς όροι
Ετυμολογία
- M < το κεφαλαίο M του λατινικού αλφαβήτου. Δείτε και τους ορισμούς.
Σύμβολο
M
- (μαθηματικά) συντομογραφία του προθήματος μονάδας mega-.
- M (χημεία) συντομογραφία του όρου μοριακή μάζα (molar mass (en)), γραμμένο πλάγιο.
- (χημεία) Το Μ ως σύμβολο του μαζικού αριθμού έχει αντικατασταθεί από το A[1]
- (βιοχημεία) σύμβολο του αμινοξέος: μεθειονίνη. Συντομογραφείται και ως Met.
Αναφορές
- Why atomic number is represented by Z?] (στα Αγγλικά) (Γιατί ο ατομικός αριθμός συμβολίζεται με Z;) στο socratic.org, 2016.06.29. ανεύρεση:2018.08.15.
Σημείωση: Εξηγούνται τα σύμβολα A:Atomgewicht, και M:Massenzahl.
Αζεριανά (az)
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- M < → λείπει η ετυμολογία
Χαρακτήρας
M (la)
- το γράμμα M (πεζό: m) είναι το 13o γράμμα του λατινικού αλφαβήτου. Χρησιμοποιείται συχνά ως σύμβολο Διεθνών όρων
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- M < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.