κεφάλαιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κεφάλαιο | τα | κεφάλαια |
| γενική | του | κεφαλαίου & κεφάλαιου |
των | κεφαλαίων |
| αιτιατική | το | κεφάλαιο | τα | κεφάλαια |
| κλητική | κεφάλαιο | κεφάλαια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κεφάλαιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεφάλαιον < κεφαλαίος < κεφαλή[1]
- ενότητα βιβλίου < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική chapitre
- για την οικονομία < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική capital
Προφορά
- ΔΦΑ : /ceˈfa.le.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐φά‐λαι‐ο
- παρώνυμο: κεφαλαίο
Ουσιαστικό
κεφάλαιο ουδέτερο
- μεγάλη ενότητα ενός βιβλίου
- (μεταφορικά) σημαντικό τμήμα μιας συζήτησης ή μιας ζωής
- με το γάμο του άνοιξε ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή του
- (μεταφορικά) σημαντικό τμήμα μιας συζήτησης ή μιας ζωής
- (οικονομία) οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο (κτίρια, μηχανές, γη) ενσωματώνεται στην παραγωγική διαδικασία
- τα χρήματα ή τίτλοι (μετοχές, ομόλογα) που διαθέτει κάποιος
- (κοινωνιολογία) η κοινωνική τάξη των κεφαλαιοκρατών
- το κόμμα μας υποστηρίζει το λαό και όχι το μεγάλο κεφάλαιο
Παράγωγα
- κεφαλαιακός
- κεφαλαιάκι
Συγγενικά
- κεφαλαιο- & σύνθετα
- κεφαλαίος
- κεφαλαιούχος
- κεφαλαιουχικός
- → και δείτε τη λέξη κεφάλι
Μεταφράσεις
ενότητα βιβλίου
Αναφορές
- κεφάλαιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.