κεφάλαιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεφάλαιο τα κεφάλαια
      γενική του κεφαλαίου
& κεφάλαιου
των κεφαλαίων
    αιτιατική το κεφάλαιο τα κεφάλαια
     κλητική κεφάλαιο κεφάλαια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεφάλαιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεφάλαιον < κεφαλαίος < κεφαλή[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ceˈfa.le.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεφάλαιο
παρώνυμο: κεφαλαίο

Ουσιαστικό

κεφάλαιο ουδέτερο

  1. μεγάλη ενότητα ενός βιβλίου
    • (μεταφορικά) σημαντικό τμήμα μιας συζήτησης ή μιας ζωής
      με το γάμο του άνοιξε ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή του
  2. (οικονομία) οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο (κτίρια, μηχανές, γη) ενσωματώνεται στην παραγωγική διαδικασία
    • τα χρήματα ή τίτλοι (μετοχές, ομόλογα) που διαθέτει κάποιος
    • (κοινωνιολογία) η κοινωνική τάξη των κεφαλαιοκρατών
      το κόμμα μας υποστηρίζει το λαό και όχι το μεγάλο κεφάλαιο
Παράγωγα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.