μεγαλογράμματος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεγαλογράμματος | η | μεγαλογράμματη | το | μεγαλογράμματο |
| γενική | του | μεγαλογράμματου | της | μεγαλογράμματης | του | μεγαλογράμματου |
| αιτιατική | τον | μεγαλογράμματο | τη | μεγαλογράμματη | το | μεγαλογράμματο |
| κλητική | μεγαλογράμματε | μεγαλογράμματη | μεγαλογράμματο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεγαλογράμματοι | οι | μεγαλογράμματες | τα | μεγαλογράμματα |
| γενική | των | μεγαλογράμματων | των | μεγαλογράμματων | των | μεγαλογράμματων |
| αιτιατική | τους | μεγαλογράμματους | τις | μεγαλογράμματες | τα | μεγαλογράμματα |
| κλητική | μεγαλογράμματοι | μεγαλογράμματες | μεγαλογράμματα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.jpg.webp)
Σιναϊτικός κώδικας με μεγαλογράμματη γραφή
Ετυμολογία
- μεγαλογράμματος < μεγαλο- + γράμμα, γραμματ- + -ος
- Διαφορετικό το μεσαιωνικό μεγαλογράμματος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ɣa.loˈɣɾa.ma.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐λο‐γράμ‐μα‐τος
Πηγές
- μεγαλογράμματος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μεγαλογράμματος < μεγαλο- + γράμμα, γραμματ- + -ος
- Διαφορετικό το νεοελληνικό μεγαλογράμματος.
Επίθετο
μεγαλογράμματος
- (για ιμάτιο) που έχει μεγάλα επιβλήματα (περιβλήματα) με εμβλήματα σε σχήματα γραμμάτων
- άλλες μορφές: μεγαλόγραμμος
Πηγές
- μεγαλογράμματος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- μεγαλόγραμμος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.