F

Διεθνείς όροι

Ετυμολογία

F < το κεφαλαίο F του λατινικού αλφαβήτου
(για τo φθόριο) < αγγλική Fluorine

Σύμβολο

F

  1. (χημεία) το διεθνές σύμβολο του φθορίου
  2. (βιοχημεία) σύμβολο του αμινοξέος φαινυλαλανίνη. Συντομογραφείται και ως Phe.



Αζεριανά (az)

Χαρακτήρας

F

  F

  • γράμμα του αζεριανού αλφάβητου
Αζεριανό αλφάβητο
Αραβικό Λατινικό Κυριλικό Λατινικό IPA
—19181918—-19391958—-19911991—
F fФ фF f
ΔΦΑ : /f/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.