C
Διεθνείς όροι
Ετυμολογία
- C: όπως στους ορισμούς
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- C < ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν συνέχεια της γλώσσας προγραμματισμού B
Ουσιαστικό
C (en)
- (γλώσσες προγραμματισμού) είναι γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου, δημιούργημα του Dennis Ritchie το 1972 και υπήρξε έμπνευση για πολλές παλαιότερες γλώσσες προγραμματισμού
- ANSI C
- C++
-
C (γλώσσα προγραμματισμού) στη Βικιπαίδεια

-
C (programming language) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
- «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:2019-09-17
Αζεριανά (az)
Λατινικά (la)
Χαρακτήρας
C (la)
- το γράμμα C (πεζό: c) είναι το τρίτο γράμμα και δεύτερο σύμφωνο του λατινικού αλφαβήτου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.